- σητόβρωτος
- ος и η, ον изъеденный молью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σητόβρωτος — eaten by moths masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητόβρωτος — η, ο / σητόβρωτος, ον, ΝΜΑ φαγωμένος από τα σκουλήκια, σκοροφαγωμένος, σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω, κατατρώγω»), πρβλ. μυό βρωτος] … Dictionary of Greek
σητόβρωτον — σητόβρωτος eaten by moths masc/fem acc sg σητόβρωτος eaten by moths neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητοβρώτου — σητόβρωτος eaten by moths masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητοκόπων — σητόβρωτος eaten by moths masc/fem/neut gen pl σητόκοπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητόβρωτα — σητόβρωτος eaten by moths neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητόκοπα — σητόβρωτος eaten by moths neut nom/voc/acc pl σητόκοπος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TINEA — a Graeco φθίνειν, Graecis communiter σὴς dicitur, ab Hebr. es, vel sas, quod a verbo asas, i. e. consumi et tabescere, etiam βρῶσις dicta occurrit Math. c. 6. v. 19. ubi βρῶσιν non esle erosionem, sed tineae speciem, probari videtur posse ex Esai … Hofmann J. Lexicon universale